Στις μέρες μας, όταν λέει κανείς ότι είναι από την Ικαρία, παίρνει της εξής απόκριση: «Α, από εκείνο το νησί που οι άνθρωποι ξυπνούν το μεσημέρι και τα μαγαζιά ανοίγουν το βράδυ». Αν και αυτή η διαπίστωση έχει μια υπερβολή -που συχνά φτάνει στα όρια της παρανόησης-, αποτυπώνει το ζήτημα της αντίληψης του χρόνου στην Ικαρία. Πως αντιλαμβάνονται λοιπόν το χρόνο οι Ικαριώτες;
Όπως σε κάθε κοινωνία, έτσι και στο νησί του Ικάρου, η αντίληψη του χρόνου συναρτάται από πληθώρα στοιχείων και συνθηκών, όπως οι κοινωνικές δομές, ο τρόπος οργάνωσης της οικονομίας, οι πολιτικές συνθήκες τόσο του ίδιου κοινωνικού χώρου όσο και σε σχέση με το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται ο χώρος αυτός. Η αντίληψη του χρόνου λοιπόν στην Ικαρία συναρτάται καταρχάς από τους αγροτικούς ρυθμούς (που είναι οπωσδήποτε πιο αργοί σε σχέση με τους αντίστοιχους ενός αστικού περιβάλλοντος), εφόσον πρόκειται για μια κατά βάση αγροτική οικονομία. Επιπλέον, είναι άμεσα συναρτημένη με πλευρές του αξιακού συστήματος: την αξία της προσφοράς και ως παρεπόμενο τούτου, την αξία της κοινωνικότητας∙ και μεταξύ αυτών που προσφέρονται και αντιπροσφέρονται είναι και ο εαυτός ή ο χρόνος τόσο στον εαυτό όσο και στον «άλλον».
Στόχος του παρόντος άρθρου λοιπόν είναι η σκιαγράφηση κάποιων από τις βασικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αξίες και πρακτικές που διαμορφώθηκαν ιστορικά και σε συνάρτηση τόσο με το φυσικό περιβάλλον του νησιού, όσο και σε σχέση με τη θέση του στο ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό πλαίσιο. Οι συνθήκες αυτές, αξίες και πρακτικές, λειτούργησαν ευνοϊκά για την επικράτηση των συγκεκριμένων στοιχείων που καθόρισαν, -αλλά και αναπαράγουν- τη συγκεκριμένη αντίληψη για το χρόνο. Όχημα για την σκιαγράφηση των παραπάνω θα αποτελέσει το νοικοκυριό στην Ικαρία, -η βασική μονάδα παραγωγής- και αυτό, τόσο σε επίπεδο χώρου όσο και χρόνου. Δηλαδή, πως ήταν (και ως ένα βαθμό είναι) οργανωμένο το νοικοκυριό και πως αναπτύχθηκαν οι οικισμοί στη πορεία του χρόνου.
Το κριτήριο για την εγκατάσταση ενός νοικοκυριού ήταν η ύπαρξη νερού, ενώ παραδοσιακά επικρατούσε μια διαφοροποιημένη οικονομία με κύριο χαρακτηριστικό τη πολυαπασχόληση του νοικοκυριού, που μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε με γνώμονα τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των διαθέσιμων πόρων (γη, νερό, εργασία) και στόχευε στην αυτάρκεια. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με το ότι πρόκειται για έναν ορεινό όγκο που στερείται εκτεταμένων πεδιάδων και έχει έντονο ανάγλυφο λειτούργησαν ευνοϊκά για την ανάπτυξη αραιοκατοικημένων οικισμών. Ειδικότερα, το νοικοκυριό αποτελεί τον χωρικό πυρήνα γύρω από τον οποίο εκτείνεται η γη που χρησιμοποιείται κυρίως για καλλιέργειες και για κτηνοτροφικούς σκοπούς. Καθώς πολλαπλασιάζονταν τα μέλη του νοικοκυριού -και σύμφωνα με τους γαμήλιους κανόνες εγκατάστασης-, τα μέλη του εγκαθίσταντο σε απόσταση ικανή ώστε το νέο νοικοκυριό να έχει επίσης ικανή έκταση γύρω του. Οι οικισμοί λοιπόν στην Ικαρία, αναπτύχθηκαν στη βάση συγγενικών δεσμών, διαμορφώνοντας έτσι τους διάσπαρτους οικισμούς του νησιού. Έτσι, πολλοί οικισμοί ή «γειτονιές» μεγαλύτερων χωριών φέρουν το όνομα των πρώτου οικιστή της περιοχής, ενώ οι κάτοικοι αυτών αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον ως μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας. Επιπλέον- και εξαιτίας του κρημνώδους του νησιού, προκειμένου να καλλιεργηθεί το έδαφος έπρεπε να υποστηριχθεί με πεζούλες. Ο δύσκολος χαρακτήρας της προσπάθειας που απαιτείται για την καλλιέργεια του εδάφους αντιμετωπίστηκε μεταξύ άλλων με την ανάπτυξη ενός συστήματος αλληλοβοήθειας και άλλων σχετικών εθιμικών νόμων, όπως για παράδειγμα, η «αλλαξιά» ή το «ανεβούθκιο» (σύμφωνα με το οποίο οι χωριανοί/ μέλη μιας ευρύτερης οικογένειας αντάλλασσαν εργασία).
Οι αρχές της σχετικής αυτάρκειας και ανεξαρτησίας του νοικοκυριού επεκτείνονται και στο επίπεδο των οικισμών ή χωριών. Έτσι, καθώς το νησί της Ικαρίας τίθεται πολιτικά στο περιθώριο (ως «κόκκινος βράχος»), οι οικισμοί και τα χωριά αναλαμβάνουν σημαντικά έργα υποδομής, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό το κενό που υπήρχε μεταξύ κεντρικής εξουσίας και νησιού. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι Ικαριώτες εργάζονται συλλογικά και χτίζουν σχολεία, εκκλησίες, ανοίγουν χωμάτινους δρόμους, κάνουν υδρευτικά και αρδευτικά έργα μεταξύ άλλων. Τα έργα αυτά έγιναν στη βάση της προσφοράς σε εργασία (τόσο υποχρεωτική όσο και εθελοντική), όσο και σε χρήμα (βλ. πανηγύρια για κοινωφελείς σκοπούς).
Εστιάζοντας στη περιοχή των Ραχών –το εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής της ΒΔ Ικαρίας-, οι άνθρωποι από τα γύρω χωριά προσέρχονται σε αυτό σε μεγαλύτερη έκταση μετά τη δύση του ηλίου- κάτι που συνδέεται ακριβώς με τα στοιχεία της πολυδραστηριότητας ενός νοικοκυριού που στοχεύει σε μια σχετική αυτάρκεια και πασχίζει να εκμεταλλευθεί τους γύρω πόρους (γη, νερό, εργασία). Η όσο το δυνατόν αποδοτικότερη εκμετάλλευση των γύρω πόρων γίνεται με την εξοικονόμηση κόπου και χρόνου (βλ. ανάπτυξη συστημάτων αλληλοβοήθειας και ανταλλαγής εργασίας, απασχόληση με αγροτικές εργασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και με εμπορικές κατά τη διάρκεια της νύχτας). Σε αυτό το πλαίσιο, ο χρόνος της ημέρας είναι περισσότερο δεμένος με αγροτικές εργασίες και άρα είναι περισσότερο ιδιωτικός, ενώ ο βραδινός χρόνος είναι δεμένος με την ανταλλαγή, τις αγοροπωλησίες, το καφενείο -με άλλα λόγια τη κοινωνικότητα- και είναι περισσότερο δημόσιος ή συλλογικός.
Το ζήτημα λοιπόν του χρόνου στην Ικαρία συνδέεται με συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές δομές και πρακτικές και είναι δεμένο με ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα, που θέτει στο επίκεντρό του τη συλλογικότητα και δίνει έμφαση στη προσφορά- είτε αυτή αφορά εργασία, χρόνο, προϊόντα ή τον ίδιο τον εαυτό.
Μαρία Μπαρέλη-Γαγλία
Υπ.Δρ.Κοινωνιολογίας
Πρόσφατα σχόλια