Ρόλος συμμετοχής τοπικού πληθυσμού στη διαχείριση μη προστατευόμενων φυσικών περιοχών – Δάσος του Ράντη

do3aAggelikh-thesisΕισαγωγή

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στην διαχείριση ενός φυσικού πόρου προβάλλεται ως αναγκαιότητα που καταδεικνύεται τόσο από τις ποικίλες αναφορές της στην βιβλιογραφία, όσο και μέσω των πολιτικών κειμένων διαφόρων χωρών αλλά και ευρύτερων διεθνικών σχηματισμών (λ.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση).

Ωστόσο, η έννοια και το ουσιαστικό περιεχόμενο της συμμετοχής ποικίλει σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στα διάφορα άτομα ή τους φορείς που την επικαλούνται. Έτσι το κάλεσμα για συμμετοχή μπορεί να ισοδυναμεί με ενίσχυση μόνο της αίσθησης της δύναμης των πολιτών, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στην εξουσία που όντως έχουν. Στο άλλο άκρο, η συμμετοχή και η ενεργοποίηση των πολιτών μπορεί να ενυπάρχει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής αναδιάρθρωσης και αυτοκαθορισμού, όπου επιδιώκεται όχι η αποσπασματική δράση, αλλά κάποια συνολικότερη στρατηγική.

Ο προβληματισμός της παρούσας εργασίας ξεκινά από την παραδοχή, ότι η συμμετοχή ως πολιτική και κοινωνική πρακτική δεν μπορεί να αναλυθεί ανεξάρτητα από το ευρύτερο οικονομικό-πολιτικό πλαίσιο που την επηρεάζει. Το πλαίσιο αυτό εθνικό ή διεθνές, ακόμη και τοπικό, επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τις αποφάσεις και τελικά τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών. Αν και η ανάλυση των παραγόντων αυτών βρίσκεται έξω από το αντικείμενο της παρούσας εργασίας θεωρείται αναγκαίο να τονιστεί ο ρόλος τους.

Το θέμα που απασχολεί την παρούσα εργασία είναι η σημασία και το περιεχόμενο που λαμβάνει η συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στην διαχείριση φυσικών περιοχών. Τα διευρυμένα ζητήματα που τίθενται στο υποθετικό σχέδιο για την συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στην διαχείριση φυσικών περιοχών προσεγγίστηκαν μέσω της αναζήτησης ουσιαστικού περιεχόμενού της έννοιας της συμμετοχής και της σύνδεσής της με πρακτικές επανεργοποίησης των κοινωνικών δεσμών που είναι απαραίτητοι για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. Ως περίπτωση αναφοράς επιλέχθηκε η περιοχή του δάσους του Ραντη στην Ικαρία.

Στην εργασία παρατίθεται μια συνοπτική βιβλιογραφική επισκόπηση για τις τάσεις που παρουσιάζονται στον επιστημονικό και ευρύτερα στον χώρο της πολιτικής πρακτικής σε σχέση με την έννοια της συμμετοχής. Η επισκόπηση αυτή στην πραγματικότητα αποτελεί προσπάθεια παρουσίασης του εύρους των διαφορετικών προσεγγίσεων, με τελικό στόχο την τεκμηρίωση του πλαισίου προσέγγισης, που θα προταθεί για την δραστηριοποίηση των κατοίκων στην περίπτωση αναφοράς μας, που είναι η κοινοτική αυτοδιαχείριση.>

Μέσα από το πλαίσιο αυτό, αναζητούνται οι οικολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες που συμβάλουν στην ανάπτυξη της κοινοτικής διαχείρισης. Η αναζήτηση αυτή αποσκοπεί στην τελική διαμόρφωση προτάσεων για δυναμική παρέμβαση και περαιτέρω έρευνα.

Οι ειδικότεροι προβληματισμοί που οδήγησαν στην επιλογή του θέματος αυτού θα μπορούσαν ίσως να συνοψιστούν στα παρακάτω σημεία. Πρώτον, η περιβαλλοντική επιστήμη εμπεριέχει ενδογενώς μια κοινωνική διάσταση και κατά συνέπεια έχει ανάγκη σε σημαντικό βαθμό από την κοινωνιολογική πληροφορία και μεθοδολογία. Στον τομέα της προστασίας και της διαχείρισης οικοσυστημάτων, ιδιαίτερα, ο κοινωνικός παράγοντας λαμβάνει βαρύνουσα σημασία, γεγονός που επιβάλλει την περαιτέρω έρευνα προς αυτές τις διαστάσεις των ζητημάτων.

Δεύτερον, επεκτείνοντας λίγο τον παραπάνω προβληματισμό, η έρευνα του κοινωνικού παράγοντα συνηθίζεται να αφορά κατεξοχήν στις περιοχές, στις οποίες εφαρμόζεται -ή πρόκειται να εφαρμοστεί- κάποιο καθεστώς προστασίας, βάσει της εθνικής ή διεθνούς νομοθεσίας. Αυτό ερμηνεύεται εύκολα, μιας και ο καθορισμός διαχειριστικών μέτρων, στην εκάστοτε περιοχή, δημιουργεί είτε εξολοκλήρου αλλαγή στις χρήσεις γης, είτε περιορισμό στον τρόπο που αυτές εφαρμόζονται, με αποτέλεσμα να προκαλεί οικονομικό αντίκτυπο στον τοπικό πληθυσμό και να προκύπτουν συχνά προβλήματα με την αποδοχή και εφαρμογή της προτεινόμενης διαχείρισης. Η έρευνα που αποβλέπει στη κοινωνική αποδοχή των μέτρων που λαμβάνονται στις προστατευόμενες περιοχές είναι ένα σημαντικό επιστημονικό πεδίο. Εντούτοις, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι οι προστατευόμενες περιοχές συντηρούν ένα μικρό δείγμα της βιοποικιλότητας. Η ουσιαστική προστασία και διαχείριση των οικοσυστημάτων σαφώς υπερβαίνει τα όρια των προστατευόμενων περιοχών, γεγονός που προβάλλει την σημασία ενασχόλησης της περιβαλλοντικής επιστήμης με θέματα διατήρησης και εκτός των περιοχών αυτών.

Τρίτον, στην περίπτωση που μελετάται, ο παράγοντας της κοινωνικής λειτουργίας λαμβάνει ακόμα πιο καθοριστικό ρόλο μέσα από το πρίσμα της διατήρησης, αφού αφορά σε μία περιοχή με δεδομένη οικολογική αξία, χωρίς όμως δεδομένο καθεστώς προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, στόχο δεν αποτελεί πια η εκ των υστέρων αποδοχή κάποιων νομοθετικών μέτρων, αλλά η αναζήτηση των παραγόντων εκείνων που από την συνεργασία ή την σύγκρουσή τους μπορούν να προκύψουν διαδικασίες που να επιτρέπουν την συνύπαρξη προστασίας και κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας. Η περίπτωση του δάσους του Ράντη αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.

Τέλος, η επιδίωξη για ενεργοποίηση συλλογικών διαδικασιών για λήψη αποφάσεων σε περιβαλλοντικά θέματα θέτει το ερώτημα του κατά πόσο μια τέτοια διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με κυρίαρχες αρχές και πρότυπα και συνεπώς, αν αποσπασματικά είναι ανέφικτη χωρίς γενικότερες διαρθρωτικές ή λειτουργικές αλλαγές.

Η λογική της εργασίας ακολουθεί τους προβληματισμούς αυτούς χωρίς να σημαίνει ότι μπορεί να τους αναλύσει όλους και σε βάθος. Το τελευταίο ερώτημα κυρίως αποτελεί ευρύ πολιτικό προβληματισμό και αφορά την συνολικότερη οπτική που λαμβάνει η περιβαλλοντική επιστήμη.

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα εδώ

keywords: προστατευόμενες περιοχές, δάσος ράντη, συμμετοχικές διαδικασίες, κοινοτική διαχείριση, φυσικοί πόροι, περιβάλλον

Share Share on FacebookTweet about this on TwitterShare on Google+Digg thisShare on Reddit